τρακαδόρος

τρακαδόρος
ο
θηλ. -όρα και -όρισσα αυτός που συστηματικά και χωρίς ντροπή παίρνει τζάμπα από άλλον, σελέμης, αμακαδόρος: Τρακαδόρος στα τσιγάρα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρακαδόρος — ο, θηλ. τρακαδόρα και τρακαδόρισσα, Ν 1. αυτός που συνηθίζει να ζητά και να παίρνει από τους άλλους χρήματα ή αντικείμενα χωρίς να τα επιστρέφει, που κάνει τράκες 2. συνεκδ. κατεργάρης, απατεώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < τράκα + κατάλ. δόρος (πρβλ. τζογα… …   Dictionary of Greek

  • κολπαδόρος — ο κολπατζής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλπο + δόρος (< βεν. κατάλ. dore), πρβλ. σαλτα δόρος, τρακαδόρος] …   Dictionary of Greek

  • σελέμης — ο, θηλ. σελέμισσα, Ν άτομο που ζει εις βάρος τών άλλων, παράσιτο, παρακεντές, τρακαδόρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. selem] …   Dictionary of Greek

  • σελεμίζω — και σελεμιάζω Ν [σελέμης] 1. (αμτβ.) ζω εις βάρος τών άλλων, παρασιτώ 2. (μτβ.) προμηθεύομαι κάτι χωρίς να πληρώσω, είμαι τρακαδόρος …   Dictionary of Greek

  • τρακαδόρικος — η, ο, Ν [τρακαδόρος] χαρακτηριστικός τού τρακαδόρου («τρακαδόρικη συμπεριφορά») …   Dictionary of Greek

  • τσιγαρολόγος — ο, Ν 1. είδος εντόμου 2. τρακαδόρος τσιγάρων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”